σάρακα

σάρακα
σάραξ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • SARACENA — Arabiae Petraeae regio, Ptolem. populi Saraccni, secundum alios in Arabia Felici. Qui ad Saram referunt, nugas agunt, sed nec a loco Saracâ fuisse nominatos Stephano concesserim, cuius verba sunt: Σάρακα χώρα Α᾿ραβίας, μετα τοὺς Ναβαταίους, οἱ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σαρακηνός — ο, θηλ. σαρακηνή, ΝΜ, και τ. ουδ. σαρακηνό, Ν 1. αυτός που κατοικεί, κατάγεται ή προέρχεται από την αραβική πόλη Σάρακα 2. (στον πληθ. και ως κύριο όν.) οι Σαρακηνοί νομαδικό φύλο της βορειοδυτικής Αραβίας γνωστό για τις ληστρικές επιδρομές του… …   Dictionary of Greek

  • Πατάντζαλι — (Patanzali, 2ος αι. π.Χ.). Ινδός φιλόσοφος. Επεξεργάστηκε προβλήματα της φιλοσοφίας (του διαδοχικού συστήματος της ινδικής φιλοσοφίας Σάνκια), της ιατρικής (πολλές ιδέες του Π. ενσωματώθηκαν στην πραγματεία Σαράκα), καθώς και της καλλιτεχνικής… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακηνοί — I Νομαδικός λαός της ΒΔ Αραβίας. Η προέλευση του ονόματος τους δεν είναι εξακριβωμένη. Λέγεται ότι πήραν το όνομα αυτό από τη σύζυγο του Αβραάμ, Σάρα, από την οποία ισχυρίζονται ότι κατάγονται. Μερικοί γλωσσολόγοι λέγουν ότι η λέξη προέρχεται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”